- λεπτουργής
- -ές (Α λεπτουργής, -ές)επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)αρχ.λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *λεπτο-Fεργής με σίγηση τού F και συναίρεση < λεπτ(ο)-* (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< [F]έργον), πρβλ. αληθ-ουργής, νε-ουργής].
Dictionary of Greek. 2013.